Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Ο κόσμος των ονείρων



Ο κόσμος των ονείρων







Πριν από περίπου δυόμισι χιλιάδες χρόνια, ο Τσουάνγκ Τζου (κινέζος ταοϊστής φιλόσοφος του 4ου π.Χ αιώνα) αναρωτιόταν:


"Κάποτε εγώ, ο Τσουάνγκ Τζου, ονειρεύτηκα πως ήμουν πεταλούδα, πετώντας εδώ κι εκεί, νιώθοντας εντελώς πεταλούδα. Είχα συνείδηση πεταλούδας και είχα εντελώς ξεχάσει την ανθρώπινη φύση μου. Ξαφνικά ξύπνησα και ήμουν πάλι εγώ. Τώρα όμως δεν ξέρω αν τότε ήμουν άνθρωπος που ονειρευόταν ότι είναι πεταλούδα, ή αν είμαι τώρα πεταλούδα που ονειρεύεται πως είναι άνθρωπος."


Σήμερα, ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας το περνάμε ονειρευόμενοι, αλλά κανείς δεν ξέρει τι είναι τα όνειρα, ούτε και γιατί τα βλέπουμε. Ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων προσπαθεί εδώ και χρόνια να αποκαλύψει τα μυστικά των ονείρων.



Η σημαντικότητα των ονείρων στον ανθρώπινο πολιτισμό έχει την ίδια ηλικία με αυτή του ανθρώπου. Η προσπάθεια να κατανοήσουμε τι μπορούν να μας πούνε για τον εαυτό μας ή ακόμα και για το μέλλον μας έχει αποτελέσει μία δημοφιλή ασχολία για πολλούς ανθρώπους που πιστεύουν πως τα όνειρα είναι ένα είδος παράθυρου μέσα στο νου μας. Οι ερευνητές που τα μελετούν από μία πιο επιστημονική θέαση προσπαθούν να βρουν απαντήσεις σχετικά με το τι σημαίνει να ονειρεύεται κανείς, γιατί συμβαίνουν τα όνειρα και πως μπορούν να μας βοηθήσουν για να καταλάβουμε πως λειτουργεί ο νους μας.


Οι έρευνες νευροεπιστημόνων και ψυχολόγων έχει οδηγήσει σε μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με το πώς μπαίνουμε σ' αυτήν την εναλλακτική πραγματικότητα την ώρα που κοιμόμαστε. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν πως η κατανόηση του γιατί ονειρευόμαστε θα μπορούσε να είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε το μυστήριο της συνείδησης.


Στο μεγαλύτερο μέρος τους τα όνειρα διατηρούν το μυστήριό τους, απλώς επειδή η έρευνα στα όνειρα δεν είναι κάτι το εύκολο. Δεν υπάρχει τρόπος να δει κανείς τι ονειρεύεται ένας άλλος άνθρωπος και οι ερευνητές στα εργαστήρια ονείρων κατά κανόνα βασίζονται στις αναφορές από όνειρα που τους δίνουν οι εθελοντές που παίρνουν μέρος στις μελέτες. Συχνά αυτές είναι επιλεκτικές αναφορές από τα διαδραματιζόμενα του ονείρου, καθώς τις περισσότερες φορές ανακαλούνται ευκολότερα οι τελευταίες στιγμές ενός ονείρου.


Ο William Domhoff, καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της California και γνωστός επιστήμονας στην έρευνα για τα όνειρα, επισημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να προκαλέσουμε ένα όνειρο και ούτε να χειριστούμε το περιεχόμενό του. Αναφέρει ότι έχουν γίνει πολλές έρευνες κατά τις οποίες δίνονται ποικίλα ερεθίσματα σε ανθρώπους που κοιμούνται, δερματικά ερεθίσματα, ήχοι και άλλα, αλλά τα όνειρα φαίνεται πως είναι αυτόνομα και δεν επηρεάζονται από εξωτερικά περιβαλλοντικά ερεθίσματα.


Από την άλλη μεριά και η ερμηνεία των ονείρων έχει μια πολυποίκιλη ιστορία. Αποτέλεσε ένα θεμελιώδες τμήμα της εργασίας του Sigmund Freud και της ανάπτυξης της ψυχανάλυσης από τον 19ο αιώνα και μετά. Υποστήριξε ότι τα όνειρα αποτελούν έναν τρόπο να εκπληρώσουμε τις επιθυμίες μας την ώρα που κοιμόμαστε και συνέδεσε τη διαδικασία αυτή με τις σεξουαλικές μας ορμές.


Αλλά η θέση του Freud ήταν τελείως υποκειμενική. Προσπαθώντας να διασαφηνίσει τις συνδέσεις μεταξύ του ονειρευόμενου και των διάφορων στοιχείων που υπάρχουν στα όνειρα, εστιάστηκε στο να αποκαλύψει τις άδηλες σκέψεις που είχε υποθέσει ότι τα προκαλούν. Και αυτές οι άδηλες σκέψεις σχετίζονταν πάντα, σύμφωνα με τον Freud, με τις επιθυμίες.


Το 1963, δύο αμερικάνοι ερευνητές ανακάλυψαν μία κατάσταση της φυσιολογίας του οργανισμού που είναι γνωστή ως REM (rapid eye movement γρήγορη κίνηση των ματιών). Αυτή είναι μια παράδοξη κατάσταση: είμαστε σχεδόν σε κατάσταση ύπνου, αλλά ο εγκέφαλός μας παρουσιάζει υψηλή δραστηριότητα, παρόμοια με αυτή της εγρήγορσης. Συμβαίνει κάθε περίπου 90 λεπτά κατά τη διάρκεια του ύπνου. Πειράματα που είχαν γίνει τη δεκαετία του 1950 έδειξαν ότι το 80% των ανθρώπων που ξυπνούσαν από αυτή την κατάσταση ανέφεραν ότι είχαν όνειρα, ενώ μόνο το 10% εκείνων που ξυπνούσαν από τα υπόλοιπα στάδια του ύπνου ανέφεραν ονειρικές εμπειρίες. Αυτές οι παρατηρήσεις οδήγησαν στο αναθεωρημένο πλέον συμπέρασμα, ότι ο ύπνος REM ήταν το φυσιολογικό ισοδύναμο του ονειρέματος.


Μέχρι το 1970 η φροϋδική θεωρία των ονείρων άρχισε να αμφισβητείται όταν ο Allan Hobson της ιατρικής σχολής του Harvard και ο Robert McCarley αποκάλυψαν τον μηχανισμό που βρίσκεται πίσω από τον ύπνο REM. Ελέγχεται από έναν 'διακόπτη' που εντοπίζεται στο εγκεφαλικό στέλεχος και που δεν σχετίζεται πολύ στενά με τη νοητική ζωή, εφόσον η λειτουργία του αφορά κυρίως στη ρύθμιση των κύκλων ύπνου και εγρήγορσης. Ο Hobson πρότεινε ότι ο ύπνος REM και επομένως η διαδικασία των ονείρων, δεν έχει σχέση με συνειδητές επιθυμίες και με την εκπλήρωση οποιωνδήποτε επιθυμιών. Πρότεινε επίσης ότι τα όνειρα δημιουργούνται από την τυχαία ενεργοποίηση του προσθεγκεφάλου.


Ο Mark Solms είναι καθηγητής νευροφυσιολογίας στο πανεπιστήμιο του Cape Town και είχε αρχικά ασχοληθεί με τη νευροεπιστήμη, αλλά άρχισε να ερευνά τα όνειρα όταν αργότερα εκπαιδεύτηκε ως ψυχαναλυτής. "Βλέπουμε πράγματα στα όνειρα επειδή ερεθίζεται ο οπτικός μας φλοιός", αναφέρει. "Ο προσθεγκέφαλος ενώνει όλες τις εικόνες σε μια μάταια προσπάθεια να κατασκευάσει μια ιστορία ή ένα επεισόδιο σχετικά με το τι συμβαίνει. Αλλά η ιστορία αυτή δε σημαίνει τίποτε".


Εντωμεταξύ, η θεωρία του Hobson που ονομάζεται AIM (Activation Synthesis Model Theory Μοντέλο Ενεργοποίησης Σύνθεσης) παρέμεινε η επικρατέστερη ερμηνεία σχετικά με το πώς δημιουργούνται τα όνειρα και οι απόψεις του Freud απορρίφθηκαν από πολλούς επιστήμονες. Αυτό ίσχυε, μέχρι που ο Solms ανακάλυψε ότι άνθρωποι με βλάβες στο στέλεχος (εκεί όπου εντοπίζεται η βασική διαδικασία δημιουργίας των ονείρων) εξακολουθούσαν να έχουν όνειρα. Έτσι, και δεδομένου ότι η βλάβη στην εγκεφαλική αυτή δομή έχει ως συνέπεια την απώλεια του σταδίου REM του ύπνου και άρα κάτι τέτοιο θα σήμαινε απώλεια της ίδια της δυνατότητας για ονείρεμα, οι ανακαλύψεις του Solms αποσύνδεσαν τον ύπνο REM από τα όνειρα. Αλλά αναδύθηκε και πάλι η παλιά ερώτηση, σχετικά με το ποιο εγκεφαλικό τμήμα προκαλεί τα όνειρα.


Η απάντηση αποτέλεσε ακόμα μια έκπληξη. "Υπήρχαν εγκεφαλικές δομές οι οποίες, όταν είχαν υποστεί βλάβη, οδηγούσαν σε παύση του ονειρέματος", εξηγεί ο Solms. Μία τέτοια δομή ήταν το τμήμα αυτό του εγκεφάλου όπου γίνονται οι χωρικές νοητικές διεργασίες. Αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρον ήταν το γεγονός, πως τα όνειρα επίσης έπαυαν όταν υπήρχαν βλάβες σε τμήματα του εγκεφάλου που έλεγχαν την κινητοποίηση.


Ασθενείς που είχαν υποστεί βλάβη σ' αυτήν την εγκεφαλική περιοχή το ενδιάμεσο κοιλιακό τέταρτο του πρόσθιου λοβού δεν έχαναν μόνο τη δυνατότητα να ονειρεύονται, αλλά επίσης απουσίαζε από αυτούς η κινητοποίηση στο να κάνουν οτιδήποτε. "Οι ασθενείς βασικά δεν κάνουν τίποτε με δική τους πρωτοβουλία", λέει ο Solms. "Μπορούν να εκτελέσουν οποιαδήποτε δράση όσο περίπλοκη και να είναι, εφόσον τους δώσει κανείς οδηγίες για να το κάνουν. Αλλά δεν έχουν εσωτερικό κίνητρο για να κάνουν οτιδήποτε".


Η έρευνα έδειξε ότι τα όνειρα δεν ελέγχονται από τους βασικούς αυτόματους μηχανισμούς που είχαν αρχικά υποτεθεί. Και το γεγονός ότι το συγκεκριμένο τμήμα του νου που φαινόταν ότι είχε τη μεγαλύτερη σημασία για τη δημιουργία των ονείρων ήταν ο μηχανισμός της κινητοποίησης, είχε μεγάλο ενδιαφέρον: ήταν κοντά στο είδος των συμπερασμάτων που πρότειναν οι ψυχαναλυτές με την επίδραση του Freud.


Όσο σημαντικά όμως και να ήταν τα στοιχεία, οι επιφυλάξεις του Solms απέναντι σε οποιοδήποτε βιαστικό συμπέρασμα παρέμεναν. "Αυτό δεν αποτελεί απόδειξη της ισχύος της θεωρίας του Freud", δήλωσε. "Αυτό καθιστά τη φροϋδική θεωρία νευροεπιστημονικά πιθανή και εύλογη. Το περισσότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι τα όνειρα δημιουργούνται από ανώτερους εγκεφαλικούς μηχανισμούς."


Ο Domhoff παρολαυτά υποστηρίζει ότι και η θεωρία του (AIM) και οι αναβαθμίσεις της φροϋδικής θεωρίας από τον Solms δεν μπορούν να εξηγήσουν πλήρως το φαινόμενο των ονείρων. Τονίζει ότι ο Freud υποστήριξε πως η εκπλήρωση των επιθυμιών ως όψη του ονείρου θα έπρεπε να ισχύει περισσότερο καταφανώς στα παιδιά. Αλλά αυτό είναι αδύνατο στη βάση των πειραμάτων που έγιναν στο τέλος της δεκαετίας του 90. "Υπάρχουν επαρκή ερευνητικά δεδομένα που προτείνουν ότι τα παιδιά αναπτύσσουν σταδιακά τη δυνατότητα να ονειρεύονται. Παιδιά που είναι κάτω από την ηλικία των έξι ή των επτά δεν ονειρεύονται συχνά και τα όνειρα των παιδιών δε μοιάζουν με αυτά των ενηλίκων, ώσπου να φτάσουν στην ηλικία των δέκα χρόνων."


Μελέτες στα όνειρα φοιτητών σε όλο τον κόσμο επίσης αποκαλύπτουν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. Όνειρα που συλλέχτηκαν το 1950 δε διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από όνειρα που συλλέχτηκαν τη δεκαετία του 90. Τείνουν να αναφέρονται σε προσωπικές έγνοιες, σχετικά με την οικογένεια ή σημαντικά άλλα ζητήματα. Οποιοδήποτε μοτίβο τους θα υποδείκνυε ότι η ενεργοποίηση του εγκεφάλου δεν είναι τυχαία. Η ίδια η γνωσιακή θεωρία του Domhoff για τα όνειρα που αναπτύχθηκε αφού είχαν μελετηθεί χιλιάδες αναφορές ονείρων για πολλές δεκαετίες, προτείνει ότι ο εγκέφαλος πιθανότατα δημιουργεί όνειρα με τρόπο παρόμοιο που δημιουργείται η σκέψη στην εγρήγορση.


"Ο στόχος του εγκεφάλου είναι πάντα η δημιουργία μιας λογικής εικόνας του κόσμου που βασίζεται στο υλικό που λαμβάνει", αναφέρει. "Εάν βρίσκεται κανείς σε μια κατάσταση που δε λαμβάνει πληροφορίες από τον εξωτερικό κόσμο, τότε αρχίζει να τις επινοεί. Μια γνωσιακή θεωρία εισηγείται ότι τα όνειρα αποτελούν απλά έναν τύπο σκέψης με κάποιες λεπτές αλλαγές. Διότι ο εγκέφαλος προσπαθεί να δημιουργήσει μια λογική εικόνα του κόσμου, χρησιμοποιώντας όποια πληροφορία έχει στη διάθεσή του."


Αλλά γιατί να γίνεται όλη αυτή η δραστηριότητα; Ο Antti Revonsuo, ερευνητής στο πανεπιστήμιο της Φινλανδίας στο κέντρο της γνωσιακής νευροεπιστήμης, υποστηρίζει ότι τα όνειρα πράγματι εξυπηρετούν κάποια λειτουργία. "Εάν ερευνήσουμε τη βιβλιογραφία για την έρευνα των ονείρων, όπου χιλιάδες και χιλιάδες αναφορές ονείρων έχουν αναλυθεί συστηματικά για το περιεχόμενό τους, υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που ξεπροβάλλουν", δηλώνει. "Τα ποικίλα αρνητικά στοιχεία φαίνεται ότι είναι πιο έντονα από τα θετικά., αρνητικά συναισθήματα είναι συχνότερα από θετικά και επιθετικές αλληλεπιδράσεις είναι συχνότερες από φιλικές."


Περίπου 80% των ανθρώπων έχουν δει όνειρα όπου τους κυνηγούσαν ή δεχόντουσαν επίθεση. Ο Revonsuo εξηγεί πως τα αρνητικά όνειρα αποτελούν ένα είδος εξομοίωσης της πραγματικής ζωής. "Γνωρίζουμε ότι το περιβάλλον στο οποίο είχαν ζήσει οι πρόγονοί μας ήταν γεμάτο από τέτοιου είδους απειλές. Η λειτουργία αυτών των ονείρων είναι το να αποτελούν εξομοιώσεις των πιο επικίνδυνων απειλών σε τέτοιου είδους περιβάλλον." Η θεωρία του Revonsuo εξετάζει επίσης το ερώτημα των επαναλαμβανόμενων εφιαλτών.


"Στα όνειρα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται οι πιο τρομερές εμπειρίες, διότι αυτή ακριβώς είναι η λειτουργία των ονείρων: το να αναγνωρίζουν τις πιο επικίνδυνες καταστάσεις στις οποίες βρεθήκαμε στη διάρκεια της ζωής μας," εξηγεί. "Ακριβώς επειδή είναι οι πιο επικίνδυνες και απειλούν τη ζωή μας, ο ονειρευόμενος εγκέφαλος δομεί τις προσομοιώσεις ώστε να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι στο να αντιμετωπίσουμε τέτοιου είδους καταστάσεις, εάν συμβούν ποτέ στην πραγματική μας ζωή."


Εάν ισχύει η θεωρία του Revonsuo, τότε οι εφιάλτες θα μπορούσαν απλά να αποτελούν το πρότυπο με το οποίο έχουν σχεδιαστεί όλα τα όνειρα. Αλλά θεωρίες σαν τη δική του θα χρειαστούν περισσότερα πειραματικά στοιχεία, στην περίπτωση που θα γίνουν κάποτε πλήρως αποδεκτές.


Ο Solms ετοιμάζεται να ασχοληθεί με ένα σχέδιο που θα χρησιμοποιήσει λειτουργική απεικόνιση μέσω μαγνητικού συντονισμού με στόχο να μελετήσει τους εγκεφάλους ανθρώπων που βρίσκονται στο στάδιο εγκαθίδρυσης του ύπνου. Θέλει να χρησιμοποιήσει το πείραμα για να ελέγξει πληρέστερα τις θεωρίες του Freud. "Εάν η λειτουργία των ονείρων είναι το να προστατεύσουν τον ύπνο, κάτι που είχε υποθέσει ο Freud, οι άνθρωποι που δεν ονειρεύονται θα έχουν πιο διαταραγμένο ύπνο", λέει. "Εάν η λειτουργία των ονείρων αφορά στην ενίσχυση της μνήμης, κάτι που αποτελεί μία επίσης σημαντική θεωρία, τότε θα έπρεπε να μπορούν να ανιχνευτούν αλλαγές σχετικές με τη δυνατότητα μάθησης, ανάμεσα σε ασθενείς που δεν μπορούν να δουν όνειρα και σε ανθρώπους που ονειρεύονται."


Ο Solms υποστηρίζει ότι τα όνειρα αποτελούν ένα κλειδί για να έρθουν κοντά δύο μεγάλες αλλά διαφορετικές προσεγγίσεις για τη μελέτη του νου: η ψυχανάλυση που μελετά την υποκειμενική εμπειρία και η νευροεπιστήμη που αποτελεί αντίστοιχα την πιο αντικειμενική και επιστημονική θέση. "Τα όνειρα έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη της ψυχαναλυτικής θεωρίας, που παρόλα τα λάθη της, αποτέλεσε τουλάχιστον μια σοβαρή προσπάθεια στην ενασχόληση με το πεδίο του νου, που οι νευροεπιστήμες έτειναν στο παρελθόν να αγνοούν," λέει ο Solms.


Ο Domhoff πιστεύει ότι η κατανόηση των ονείρων θα εκπληρώσει μια ακόμα σημαντικότερη απαίτηση για τους επιστήμονες. "Εάν πρόκειται να έχουμε μια πλήρη θεωρία για το νου, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να περιλάβει και τα όνειρα," δηλώνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου