Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Μεσμερισμός ή Ζωικός Μαγνητισμός

Όταν ο εσωτερικός μαγνητισμός βρίσκεται σε ισορροπία το σώμα παραμένει υγιές, αλλά όταν οι δυνάμεις αυτές διαταράσσονται προκύπτει ασθένεια. Σύμφωνα με τους κανόνες του Μέσμερ η θεραπευτική διαδικασία συνίσταται στην εφαρμογή περισσότερου μαγνητισμού, προκειμένου να αποκατασταθεί η αρμονία στη ροή των μαγνητικών δυνάμεων στο σώμα.



Βρισκόμαστε στην Αυστρία στα μέσα του 18ου αιώνα γύρω στα 1770, τότε που

Ο Φραντς Άντον Μέσμερ

έκανε την εμφάνισή του ένα νέο κίνημα με την ονομασία «Μεσμερισμός» (Mesmerism) ή «Ζωικός Μαγνητισμός» (Animal Magnetism), θέτοντας ως πρωταρχικό μέλημά του τη θεραπεία του ανθρώπου και την ελάττωση του πόνου. Πρωτοποριακός και πρωτότυπος στις μεθόδους του, με θεαματικά αποτελέσματα στις εφαρμογές του ο Μεσμερισμός γίνεται γρήγορα δημοφιλής και καθιερώνεται στο χώρο των εναλλακτικών μορφών θεραπείας. Πρόκειται για μια ανερχόμενη σχολή σκέψης που πήρε την ονομασία της από τον εισηγητή και δημιουργό της, γερμανό γιατρό και θεραπευτή Φραντς Άντον Μέσμερ (Franz Anton Mesmer, 1734-1815). Ο Μέσμερ γεννήθηκε στο Ίζνανγκ στη λίμνη της Κωνστάντιας το 1734. Πήρε διαδοχικά τους τίτλους του διδάκτορα της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ιατρικής.

Η ονομασία «ζωικός μαγνητισμός» είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο Μέσμερ για να περιγράψει το λεπτοφυές συμπαντικό ρευστό, μαγνητικής φύσης, που διαπερνά όλα τα δημιουργήματα (άψυχα και έμψυχα) μέσα στο σύμπαν, ένα ρευστό που αποκαλείται και «παγκόσμια δύναμη της ζωής». Το όλο θέμα το ανέπτυξε διεξοδικά ο ίδιος το 1766, έτος αποφοίτησής του από την ιατρική σχολή του πανεπιστήμιου της Βιέννης, στη διατριβή του υπό τον λατινικό τίτλο «De planetarum influxu in corpus humanum» (αγγλ. «On the Influence of the Planets on the Human Body»), δηλαδή «η Επίδραση των Πλανητών πάνω στο Ανθρώπινο Σώμα».

Υποστήριζε, μεταξύ άλλων, ότι η Σελήνη και οι πλανήτες επηρεάζουν τη λειτουργία των μαγνητικών ρευστών του ανθρώπου και καθορίζουν την υγεία του. Στους υγιείς οργανισμούς η κυκλοφορία των μαγνητικών ρευστών είναι ισορροπημένη και ομαλή, ενώ στους ασθενείς διαταράσσεται. Τα σώματα των ανθρώπων και των ζώων είναι ισχυρές πηγές μαγνητισμού, ενώ ακολουθούν τα δέντρα, αλλά και κάθε είδους βλάστηση. Έτσι το ανθρώπινο σώμα, ως μαγνήτης, μπορεί να δρα πάνω σε άλλα σώματα εξ επαφής ή από απόσταση. Αντιστρόφως, τα σώματα μαγνητίζονται, καθώς πέρα από πηγές είναι και αποδέκτες μαγνητισμού. Ειδικότερα, έχει διαπιστωθεί ότι οι καλύτεροι μαγνητικοί αγωγοί μέσα στα σώματα είναι τα νεύρα.

Όσον αφορά τις επεξηγήσεις που δόθηκαν για τον ίδιο το μαγνητισμό, ανέκαθεν συνδέονταν με τις θεωρίες της φυσικής, σύμφωνα με τις οποίες αναγνωριζόταν η ύπαρξη και η δράση διαφόρων αόρατων ρευστών ουσιών. Έτσι τα ηλεκτρικά και μαγνητικά φαινόμενα εξηγούνταν μέσω δύο ρευστών, που το ένα επενεργούσε πάνω στο άλλο, προσελκύοντάς το αν ήταν πολικά αντίθετο και απωθώντας το αν ήταν πολικά όμοιο.

Οι υποθέσεις αυτές ενίσχυαν την άποψη ότι το ανθρώπινο σώμα είναι το εστιακό σημείο ενός ζωικού μαγνητικού ρευστού, το οποίο μπορεί να κατευθύνεται από τη θέληση. Το μαγνητικό ρευστό διαρρέει συνεχώς από το σώμα μας και σχηματίζει μια ατμόσφαιρα γύρω από αυτό, αλλά επειδή δεν έχει ένα σημείο πολικής εκκένωσης δεν γίνεται αντιληπτό από τους άλλους ανθρώπους. Μόλις, ωστόσο, προωθηθεί και κατευθυνθεί από τη θέλησή μας, μπορεί να λειτουργήσει με όση δύναμη βάλουμε σε αυτό.

Όσον αφορά τη θεραπεία ασθενών, ο Μέσμερ πρότεινε την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας των μαγνητικών τους ρευστών, με διοχέτευση μαγνητικών δυνάμεων μέσα από τα χέρια του θεραπευτή, τα οποία θεωρούσε ως μαγνητικούς αγωγούς. Πιο συγκεκριμένα, ο Μέσμερ πραγματοποιούσε περάσματα των χεριών του πάνω από τα σώματα των ασθενών, με σκοπό το ξεμπλοκάρισμα της κυκλοφορίας των μαγνητικών ρευστών. Η όλη διαδικασία ισχυροποιείται μέσω υποβολής των ασθενών, γεγονός που οδήγησε βαθμιαία στην ανάπτυξη του θεραπευτικού υπνωτισμού. Ωστόσο, παράλληλα με τις μεθόδους του, όποτε ήταν αναγκαίο, χρησιμοποιούσε και άλλες συμβατικές θεραπευτικές τεχνικές.

Γενικά οι θεραπείες του Μέσμερ ήταν απλές. Ο θεραπευτής είτε επιθέτει τα χέρια του επάνω στο σώμα του ασθενούς (επαφή μέσω δακτύλων ή παλάμης), είτε τα κινεί ανάλαφρα, χωρίς φυσικό άγγιγμα, και σε μικρή απόσταση από αυτό, πράγμα που αποδεικνύεται συχνά πολύ πιο ισχυρό μαγνητικά από το φυσικό άγγιγμα. Κατά τη διαδικασία αυτή ο θεραπευτής συνήθως στέκεται αντικριστά στον ασθενή, ώστε η δεξιά πλευρά του να βλέπει την αριστερή πλευρά του ασθενούς και το αντίθετο, δημιουργώντας έτσι σχέση μαγνητικής πολικότητας, με τους βραχίονές του να παίζουν ρόλο μαγνητικών πόλων.

Για να εδραιωθεί μια αρχική αρμονική σχέση μεταξύ θεραπευτή-ασθενούς, ο θεραπευτής τοποθετούσε τα χέρια του επάνω στους ώμους του ασθενούς και τα έσερνε προς τα κάτω, επάνω στα μπράτσα του, μέχρι κάτω στα δάχτυλα των χεριών του. Έπιανε στιγμιαία τους αντίχειρες του θεραπευόμενου, επαναλαμβάνοντας μερικές φορές τη διαδικασία, συνεχίζοντας ύστερα από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Ο πετυχημένος θεραπευτής μέσα από το άγγιγμα και τη συνομιλία με τον πάσχοντα οδηγείτο στη συνειδητοποίηση του προβλήματος και στον προσδιορισμό της εστίας του επάνω στο ανθρώπινο σώμα.



Το κουτί ή δοχείο του Μέσμερ

Σαν εναλλακτική λύση, πέρα από την εφαρμογή των χεριών, χρησιμοποιούσε και τη ράβδο -γυάλινη ή μεταλλική (από σίδηρο, ατσάλι, χρυσό ή ασήμι)- με την οποία έρχονταν σε επαφή οι ασθενείς προκειμένου να δεχτούν τη μαγνητική ροή. Επιπλέον, πραγματοποιούνταν θεραπείες και με τη βοήθεια νερού, το οποίο μαγνητιζόταν μέσω της ράβδου ή των χεριών. Τη μέθοδό του ο θεραπευτής άλλοτε την εφάρμοζε άμεσα στον ασθενή (ατομική θεραπεία) και άλλοτε χρησιμοποιώντας τη βοήθεια μιας «αλυσίδας» υγιών ανθρώπων, που δημιουργούσαν έναν αδιάσπαστο κύκλο, μέσα από τον οποίο κυκλοφορούσε το μαγνητικό ρευστό. Αξιοσημείωτη είναι η ομαδική θεραπεία ασθενών με τη βοήθεια μιας μεγάλης λεκάνης με μαγνητισμένο νερό κι άλλες ουσίες, γνωστή ως «κουτί ή δοχείο (baquet) του Μέσμερ». Η λεκάνη περιελάμβανε μεταλλικές ράβδους, στις οποίες οι ασθενείς συνδέονταν, παρέχοντας τη δυνατότητα θεραπείας 50 - 60 ατόμων ταυτόχρονα. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούσε η θεραπεία μέσω μαγνητισμένων δέντρων, με τα οποία οι ασθενείς έρχονταν σε επαφή.

Η δράση του ζωικού μαγνητισμού μπορούσε να προκαλέσει στους ασθενείς αντιδράσεις, μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού, όπως υπνηλία, κλάμα ή ακράτητο γέλιο, τρέμουλο ή νευρικούς σπασμούς και ξεσπάσματα. Συχνά οι ασθενείς εισέρχονταν σε υπνοβατική κατάσταση ή βαθύ ύπνο. Όλα αυτά θεωρούνταν από το Μέσμερ ιδιαίτερης σημασίας και απόδειξη αποκατάστασης της διαταραγμένης αρμονίας. Επί της ουσίας, επρόκειτο για αντιδράσεις του ίδιου του οργανισμού, μέσω των οποίων προσπαθούσε να απαλλαγεί από τα νοσηρά του στοιχεία, κάτι που οι περισσότεροι ασθενείς του Μέσμερ βίωναν συχνά τέτοιες κρίσεις. Λέγεται, μάλιστα, ότι στην υπνοβατική κατάσταση οι ασθενείς είχαν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν σε μακρινές αποστάσεις, να βλέπουν με τα μάτια του νου, να μεταφέρουν τη σκέψη τους, να διαβάζουν το περιεχόμενο σφραγισμένων φακέλων ή κλειστών βιβλίων, και πολλά άλλα, που συνήθως χαρακτηρίζονταν ως διορατικές δυνάμεις.



Καλλιτεχνική αναπαράσταση
της χρήσης του
κουτιού του Μέσμερ

Τα αποτελέσματα των θεραπευτικών εφαρμογών του ζωικού μαγνητισμού είχαν άμεση σχέση με τις ικανότητες των θεραπευτών, με τις έμφυτες υπερφυσικές ικανότητές τους, αλλά και την εκπαίδευση και εμπειρία τους. Κάποιοι μεσμεριστές όπως και ο Πουισεγκίρ, θεωρούσαν επίσης σημαντικότατο παράγοντα για την επίτευξη της μαγνητικής ανταλλαγής, τη δύναμη της δράσης της σκέψης και της θέλησης.

Ωστόσο, για κάποιους άλλους, τα φαινόμενα του ζωικού μαγνητισμού αμφισβητήθηκαν μια που φάνταζαν τόσο ασυνήθιστα, χωρίς καμία λογική εξήγηση. Η δυσκολία τεκμηρίωσής τους προέκυπτε από το γεγονός ότι λάμβαναν χώρα σε μια ενδιάμεση περιοχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Το έργο του ζωικού μαγνητισμού συντελείται μεταξύ πνεύματος και ύλης, στο πεδίο που είναι γνωστό ως αιθερικό διπλό ή «αύρα».

Η Ντίον Φόρτσιουν (Dion Fortune, 1890-1945) ορίζει το αιθερικό διπλό ως το μαγνητικό πεδίο που διαπερνάει το φυσικό μας σώμα. Εκεί υπάρχουν ορισμένα κέντρα (τα γνωστά τσάκρα), που λειτουργούν ως κανάλια ροής της μαγνητικής δύναμης. Η εστίαση της θέλησης σε αυτά τα κέντρα είναι δυνατόν να προκαλέσει τη διέγερσή τους και κατ’ επέκταση τη διέγερση των εκκρίσεων του ενός ή του άλλου αδένα μας, καθότι τα κέντρα του αιθερικού διπλού αλληλεπιδρούν με τους ενδοκρινείς αδένες του φυσικού μας σώματος. Ως συνέπεια, συντελούνται μεταβολές στο αίμα μας και σύμφωνα με τη Φόρτσιουν πιθανή πρόκληση αναζωογόνησης. Η διέγερση των κέντρων οδηγεί τον άνθρωπο και σε ιδιαίτερες ψυχικές εμπειρίες, αφού τα κέντρα λειτουργούν ως κανάλια επικοινωνίας με διαφορετικά επίπεδα (καταστάσεις) ύπαρξης και συνειδητότητας.

Ιστορικά Γεγονότα

Ο Μέσμερ εφάρμοσε το σύστημά του για πρώτη φορά στη Βιέννη, δημιουργώντας ένα αξιόλογο θεραπευτήριο, όπου θεράπευε μέσω του ζωικού μαγνητισμού. Μετά από αντιδράσεις της Εκκλησίας και του ιατρικού κατεστημένου αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Παρίσι, όπου με την υποστήριξη της αριστοκρατίας και της εύπορης εμπορικής τάξης, συνέχισε το συγγραφικό και πρακτικό του έργο. Αλλά και στη Γαλλία, όπως ήταν αναμενόμενο, το ιατρικό κατεστημένο της εποχής, και ιδιαίτερα η Γαλλική Ακαδημία, αντιμετωπίζοντας τις νέες θεωρίες και μεθόδους με άγνοια, ελαφρότητα και προκατάληψη, θεώρησε ότι συγκρούονταν με τις επικρατούσες θεωρίες της εποχής.

Έτσι, ο μεσμερισμός δέχτηκε αρκετά το χλευασμό των σκεπτικιστών και της πλειοψηφίας γιατρών και επιστημόνων, και πάνω από όλα τους αμείωτους διωγμούς του ρωμαιοκαθολικού κλήρου. Υπήρξε τότε ένας δογματικός ισχυρισμός ότι ο ζωικός μαγνητισμός είναι μόνο παραίσθηση. Μάταια οι μεσμεριστές επικαλέστηκαν τη μαρτυρία θεραπευμένων ασθενών. «Σύμπτωση» ήταν η γνωστή απάντηση, όταν τα γεγονότα ήταν πολύ απτά για να μπορέσουν να απορριφθούν πλήρως. «Φαντασιοπληξίες», «υπερβολή», «απάτη» ήταν οι συνηθέστερες εκφράσεις σχετικά με το θέμα. Και όταν κάποιοι σοβαροί επιστήμονες υποστήριξαν την αλήθεια των φαινομένων του μεσμερισμού, δέχτηκαν τη δυσμενή κριτική, την οργισμένη μεταχείριση και την τιμωρία των συναδέλφων τους [2].

Ακόμα και ο ίδιος ο Μέσμερ, μέσα στο έντονο κλίμα εχθρότητας των ιατρικών κύκλων, ζήτησε να γίνει μια ανεξάρτητη έρευνα στο θέμα του ζωικού μαγνητισμού. Τότε συστάθηκε μια κυβερνητική επιτροπή, μέλος της οποίας ήταν και ο διακεκριμένος αμερικανός πολιτικός και επιστήμονας Βενιαμίν Φραγκλίνος. Η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα θεραπευτικά αποτελέσματα του Μέσμερ, όσο εντυπωσιακά κι αν ήταν, δεν αποδείκνυαν τις θεωρίες του μαγνητικού ρευστού. Αποδόθηκαν μάλιστα στη «φαντασία» των ασθενών του και αποφασίστηκε ότι το ζήτημα δεν έχρηζε περαιτέρω επιστημονικής έρευνας. Βέβαια, αυτό ήταν αναμενόμενο μέσα στο όλο κλίμα της εποχής του ορθολογικού Διαφωτισμού. Ο Μέσμερ τελικά αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί και πέθανε το 1815.

Ωστόσο, οι επιτυχίες του Μέσμερ και οι αναζητήσεις οπαδών του όπως οι ντε Πουισεγκίρ και Ντελέζ προκαλούσαν αμείωτο ενδιαφέρον, ώστε η Ιατρική Βασιλική Ακαδημία της Γαλλίας να συνεχίζει την ενασχόλησή της με το όλο θέμα. Σε διάφορες χρονικές περιόδους διόριζε επιτροπές από διάσημους επιστήμονες, προκειμένου να παρατηρούν και να διερευνούν τις θεωρίες και πρακτικές του μεσμερισμού, συχνά όμως με ισχυρές προκαταλήψεις ή ακολουθώντας καθοδηγούμενες οδηγίες και διαταγές. Με άλλα λόγια, οι αναφορές των επιτροπών υπήρξαν πολλές φορές προσχεδιασμένες με σκοπό να επιφέρουν το θανάσιμο χτύπημα στην καινούργια επιστήμη. Όμως οι απόψεις διίσταντο, καθώς υπήρξαν και πιο προοδευτικοί ακαδημαϊκοί, που ερευνώντας διεξοδικά το θέμα υποστήριξαν την ανάγκη για μια προσεχτικότερη παρατήρηση, μέσω της ιατρικής ειδικότητας, των θεραπευτικών αποτελεσμάτων του μαγνητικού ρευστού και επέμεναν στην έκδοση των ιδιαίτερων ανακαλύψεων και παρατηρήσεων, προς όφελος της αληθινής γνώσης.

Πολλά σημαντικά συγγράμματα περί ζωικού μαγνητισμού έκαναν τότε την εμφάνισή τους, μεταξύ των οποίων τα «Χρονικά του Ζωικού Μαγνητισμού» του Βαρώνου ντε Κουβιγιέ, μέλους της Ακαδημίας Επιστημών και ανταποκριτή πολλών επιστημονικών εταιρειών της Ευρώπης. Το 1820 η κυβέρνηση της Πρωσίας έδωσε οδηγίες στην Ακαδημία του Βερολίνου να προσφέρει βραβείο τριακοσίων χρυσών δουκάτων στην καλύτερη μελέτη για το μεσμερισμό. Για τον ίδιο σκοπό η Βασιλική Επιστημονική Εταιρεία των Παρισίων, υπό την προεδρία του Δούκα ντ’ Ανγκουλέμ, πρόσφερε ένα χρυσό μετάλλιο. Ο μαρκήσιος ντε λα Πλας, ένας από τους Σαράντα της Ακαδημίας Επιστημών και επίτιμο μέλος των επιστημονικών εταιρειών όλων των μεγάλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, δημοσίευσε ένα έργο με τίτλο «Φιλοσοφικό Δοκίμιο Πιθανοτήτων», στο οποίο μεταξύ άλλων αναφερόταν σε «αδιόρατους παράγοντες της φύσης», «σε μοναδικά φαινόμενα που προέρχονται από την ακραία νευρική ευαισθησία ορισμένων ατόμων», «στην ύπαρξη ενός νέου παράγοντα, ο οποίος ονομάστηκε ζωικός μαγνητισμός». Επιπλέον, ανέφερε ότι «απέχουμε τόσο από το να γνωρίζουμε όλους τους παράγοντες της φύσης και τους διάφορους τρόπους δράσης τους, ώστε είναι ελάχιστα φιλοσοφικό να αρνούμαστε τα φαινόμενα, απλά επειδή είναι ανεξήγητα στο επίπεδο πληροφόρησης που βρισκόμαστε. Καθήκον μας είναι να τα εξετάσουμε με προσοχή πολύ σχολαστικότερη από τη δυσκολία να τα παραδεχθούμε».

Το Μάιο του 1826 η Ιατρική Ακαδημία της Γαλλίας, μετά από ένα πενταετές ερευνητικό έργο, διατύπωσε μια αναφορά τριάντα έξι παραγράφων σχετικά με διάφορα φαινόμενα, μεταξύ των οποίων και ο ζωικός μαγνητισμός. Τα συμπεράσματα είχαν κριθεί σημαντικά από την επιτροπή, ώστε να θεωρήσει υποχρέωσή της να ενθαρρύνει τις έρευνες για το ζωικό μαγνητισμό, ως έναν ιδιαίτερο κλάδο της Ψυχολογίας και της Φυσικής Ιστορίας.

Στην αναφορά αυτή διαπιστώνεται ότι διάφορα εμπεριστατωμένα και θεραπευτικά φαινόμενα προκαλούνται μόνο μέσω μαγνητισμού και χωρίς αυτόν δεν αναπαράγονται. Η επαφή με τα χέρια, η τριβή και τα περάσματα δεν είναι οπωσδήποτε απαραίτητα, εφόσον σε αρκετές περιπτώσεις η θέληση και η σταθερότητα του βλέμματος αρκεί για να προκαλέσει μαγνητικά φαινόμενα, ακόμα και χωρίς τη γνώση του μαγνητιζόμενου.

Εκφραστές του Ζωικού Μαγνητισμού

Στην πραγματικότητα, όμως, το θέμα του ζωικού μαγνητισμού δεν ήταν κάτι καινούργιο, πόσο μάλλον η ιδέα του μαγνητικού ρευστού, που είχε τις ρίζες της στην βαθύτερη αρχαιότητα της Ανατολής και της Δύσης. Παλαιότερες αναφορές σχετικά με το θέμα του ζωικού μαγνητισμού βρίσκουμε σε συγγράμματα όπως του Βαν Χέλμοντ, του Ρόμπερτ Φλουντ και του Παράκελσου. Για παράδειγμα, τόσο ο Βαν Χέλμοντ όσο και ο Παράκελσος πίστευαν ότι «το πνεύμα διαχέεται παντού και είναι το διάμεσο του μαγνητισμού».

Το σύστημα του Μέσμερ ήταν βασισμένο ολοκληρωτικά στη φιλοσοφία του Παράκελσου (1493-1541), του οποίου υπήρξε και θαυμαστής. Όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, οι απόψεις του Μέσμερ περί «Ζωικού Μαγνητισμού» και «Πλανητικών Επιδράσεων στο Ανθρώπινο Σώμα» είναι σύμφωνες με τις ιδέες του Παράκελσου. Η ίδια σύσταση μεταξύ Γης, πλανητικών σωμάτων και γήινου ανθρώπινου σώματος αποτελεί θεμελιώδη ιδέα της φιλοσοφίας του Παράκελσου. Ο ίδιος θεωρεί, επίσης, πως ο άνθρωπος και τα αστέρια αποτελούνται από τις ίδιες ουσίες· όμως, εφόσον και τα δύο είναι μαγνήτες, υπάρχει αμοιβαία έλξη μεταξύ τους, γεγονός που κάνει τον άνθρωπο να έλκεται από τα άστρα. Επιπλέον, ο Παράκελσος μας λέει ότι η δύναμη που εκπορεύεται από τα άστρα και τα ουράνια σώματα βρίσκεται κρυμμένη και μέσα στον άνθρωπο. Από αυτή την «αστρική δύναμη», όπως την ονομάζει, αποτελείται η «πνευματική μορφή» ή «αστρικό πνεύμα» του ανθρώπου. Βεβαιώνει, επίσης, την ενότητα του σύμπαντος λέγοντας ότι «το ανθρώπινο σώμα διαθέτει κοσμική ύλη». Στα βιβλία του Archidaxarum, De Ente Dei και De Ente Astrorum - Βιβλίο I, ο Παράκελσος αναφέρεται στις απόκρυφες ιδιότητες του μαγνήτη, χρησιμοποιώντας όμως όρους ακατανόητους για τον αμύητο. Μεταξύ άλλων ισχυρίζεται πως ανακάλυψε ότι ο μαγνήτης, εκτός από την ορατή δύναμη της έλξης του σιδήρου, κατέχει και μια άλλη κρυμμένη δύναμη. Ακόμα, στο περίφημο βιβλίο του Archidaxarum, περιγράφει το θαυμαστό γιατρικό που εξάγεται από το μαγνήτη και ονομάζεται Magisterium Magnetis.

Σχετικά με το μαγνητισμό, περισσότερο ανεπτυγμένες και πιο προσεχτικά επεξεργασμένες υπήρξαν οι θεωρίες του επιστήμονα Βαν Χέλμοντ (Jan Baptist van Helmont, 1579-1644) και μαθητή του Παράκελσου στα τέλη του 16ου αιώνα, που παρουσιάζει μια θεωρία σύμφωνα με την οποία όλα τα ανθρώπινα όντα ακτινοβολούν ένα μαγνητικό ρευστό. Το Magnale Magnum είναι το μέσον με το οποίο η μυστική μαγνητική ιδιότητα «καθιστά κάποιον ικανό να επηρεάσει αμοιβαία κάποιον άλλο», και το αποδίδει στη συμπαντική συμπάθεια που υπάρχει μεταξύ των πάντων στη φύση. «Ο μαγνητισμός», λέει ο Βαν Χέλμοντ, «είναι μια άγνωστη ιδιότητα ουράνιας φύσης. Μοιάζει πολύ με τα άστρα και δεν εμποδίζεται καθόλου από τα όρια του χωροχρόνου... Κάθε δημιουργημένο πλάσμα κατέχει τη δική του ουράνια δύναμη, και είναι στενά συνδεδεμένο με τον ουρανό. Αυτή η μαγική δύναμη του ανθρώπου, που μπορεί να δράσει εξωτερικά, βρίσκεται κρυμμένη θα λέγαμε στον εσωτερικό άνθρωπο. Η μαγική σοφία και δύναμη κοιμάται, αλλά με απλή υποβολή μπορεί να αφυπνισθεί σε δραστηριότητα, και ζωντανεύει περισσότερο καθώς υποτάσσεται ο εξωτερικός σάρκινος άνθρωπος και το σκοτάδι, και τούτο πετυχαίνει η καββαλιστική τέχνη· ξαναδίνει στην ψυχή εκείνη τη μαγική αλλά φυσική δύναμη που την εγκατέλειψε σαν ξαφνιασμένο πρόβατο». [1]

Σύμφωνα και με το μεγάλο Δάσκαλο των Ροδοσταύρων της Αγγλίας Ρόμπερτ Φλουντ (Robert Fludd, 1624-1723) «όταν δύο άνθρωποι πλησιάζουν μεταξύ τους, ο μαγνητισμός τους είναι παθητικός ή ενεργητικός, δηλαδή θετικός ή αρνητικός. Αν οι εκπορεύσεις που αποστέλλουν διασπώνται και γυρίζουν πίσω, επέρχεται αντιπάθεια. Όταν διαπερνά η μία την άλλη έχουμε θετικό μαγνητισμό, διότι οι ακτίνες προβαίνουν από το κέντρο στην περιφέρεια. Σε αυτή την περίπτωση δεν επηρεάζουν μόνο τις ασθένειες αλλά και τα συναισθήματα. Αυτός ο μαγνητισμός ή συμπάθεια δεν παρατηρείται μόνο στα ανθρώπινα πλάσματα, αλλά στα φυτά και τα ζώα».

Επιπλέον, ο Μέσμερ ήταν επηρεασμένος από τις ιδέες του Άγγλου γιατρού Ρίτσαρντ Μιντ (Richard Mead, 1673–1754), που στα 1704 δημοσίευσε μια πραγματεία σχετικά με την επίδραση του ήλιου και της σελήνης στο ανθρώπινο σώμα. Κάποιοι ακόμα πιστεύουν ότι το έργο του Μέσμερ βασίστηκε σε αποκρυφιστικές ιδέες που προέρχονταν από την επιρροή του μυθικού κόμη Σαν Ζερμέν, ο οποίος υπήρξε θέμα συζητήσεων στις βασιλικές αυλές της Ευρώπης της περιόδου 1710-1822.

Από τους πρώτους σημαντικούς μαθητές του Μέσμερ, που απλοποίησε τις θεωρίες και βελτίωσε κάποιες από τις πρακτικές του δασκάλου του, ήταν ο Μαρκήσιος ντε Πουϊσεγκίρ ( Marquis de Puységur, 1751-1825). Ο ζωικός μαγνητισμός ήταν για εκείνον περισσότερο μια κατάσταση δονήσεων και λιγότερο η κυκλοφορία ενός αόρατου ρευστού. Τα πειράματά του τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το κεφάλι, το ηλιακό πλέγμα και κυρίως τα μάτια είναι τα πιο δεκτικά μέρη του ανθρώπινου σώματος στη μαγνητική εκροή. Στις θεραπείες του, πέρα από τη χρήση βοηθητικού εξοπλισμού, όπως το κουτί του Μέσμερ, χρησιμοποιούσε δέντρα, καθώς πίστευε ότι περιέχουν ζωικές δυνάμεις. Στα κλαδιά τους έδενε κορδόνια, που ο ασθενής τύλιγε στο σώμα του.

Ως μεσμεριστής, είχε αποδεχθεί την πολικότητα του ανθρώπινου σώματος και το γεγονός ότι η αντίθετη πολικότητα ηρεμούσε, ενώ η όμοια διέγειρε τον ασθενή. Αργότερα όμως, ανακαλύπτοντας τη σημασία της θέλησης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διαφορετικές λειτουργίες της πολικότητας ήταν θέμα υποβολής θεραπευτή και ασθενή. Κατά τη διάρκεια των πρακτικών του εφαρμογών διαπίστωνε συνεχώς το σημαντικό ρόλο της θέλησης, σε βαθμό που οι μέθοδοί του ήταν συχνά υποτυπώδεις, αφού δεν απέδιδε πλέον μεγάλη σημασία σε αυτές. Τελικά, εγκατέλειψε το μαγνητισμένο δέντρο και το κουτί του Μέσμερ, αν και εξακολουθούσε να εκτιμά την ιαματική ιδιότητα του μαγνητισμένου νερού, που έδινε στους ασθενείς του να πιουν. Στα απομνημονεύματά του συνόψισε μάλιστα την πεποίθησή του για τον πετυχημένο μαγνητισμό στα εξής: «ενεργητική θέληση για το καλό, δύναμη σταθερής πίστης και απόλυτη εμπιστοσύνη στη χρησιμοποίησή της».

Δίχως μηχανικά μέσα πέτυχε αξιόλογες θεραπείες, όπως σε γεωργούς στη Μπιζνσί, παρακινώντας έτσι και άλλους καλλιεργημένους ανθρώπους να πειραματιστούν με το ζωικό μαγνητισμό με παρόμοια επιτυχία. Μια σημαντική συμβολή του έχει μάλιστα να κάνει με την ανακάλυψη της «μαγνητικής υπνοβασίας» (1784) και των ασυνήθιστων δυνάμεων που τη συνοδεύουν. Ωστόσο, για εκείνον η υπνοβασία ήταν μόνο μια κατάσταση θεραπευτικής κρίσης, που πέρα από πλεονεκτήματα εμπεριείχε και κάποιους κινδύνους, για το λόγο αυτό έπρεπε να διακόπτεται μαζί με την αρρώστια. Οι περισσότεροι ασθενείς του εισέρχονταν σε υπνοβατική κατάσταση, όσο όμως πλησίαζε η θεραπεία τους αυτό συνέβαινε όλο και πιο δύσκολα, μέχρι που εξαφανιζόταν τελείως όταν θεραπεύονταν. Για τον Πουϊσεγκίρ η επιθυμητή θεραπευτική αντίδραση που θα ακολουθούσε μετά την εφαρμογή της μαγνητικής θεραπείας ήταν μια κατάσταση ηρεμίας και γαλήνης, την οποία ονόμαζε «μαγνητική κατάσταση» ή «φωτεινή υπνοβασία», και όχι οι έντονες κρίσεις.

Σημαντική μορφή στο χώρο του μεσμερισμού ήταν και ο Ντελέζ (Jean Philippe François Deleuze, 1753-1835), βιβλιοθηκάριος στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Υπήρξε ο πλέον επιφυλακτικός από όλους τους πρωτοπόρους συγγραφείς που έγραψαν για το ζωικό μαγνητισμό, προσπαθώντας να διακρίνει την ψευδαίσθηση από το αληθινό, και παραδίδοντάς μας έτσι ένα υλικό που μέχρι σήμερα οι σχολές μαγνητισμού στη Γαλλία αναγνωρίζουν την αξία του. Περιέγραψε τεχνικές με απλό κι ακριβή τρόπο, καταδεικνύοντας τα πλεονεκτήματα της κάθε μιας κι εκφράζοντας διάφορες επιφυλάξεις, εξετάζοντάς τις από τη γωνία της κοινής λογικής. Αναφερόταν σε διαφορετικές τεχνικές ανάλογα με τη φύση της ασθένειας, και παραδεχόταν ότι οι καλοί μαγνητιστές μπορούσαν να επιφέρουν αποτελέσματα κάνοντας χρήση διαφορετικών μεθόδων.

Ο Ντελέζ πίστευε στη σημασία της θρησκείας, αλλά δεν ήταν μυστικιστής. Θεωρούσε ότι ο μαγνητιστής έπρεπε να είναι υγιής και ηθικά άμεμπτος, και να μην κάνει πειράματα από περιέργεια· να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τη θεραπευτική διαδικασία, με μοναδικό σκοπό την ίαση ή, τουλάχιστον, την ανακούφιση από την αρρώστια. Ο μαγνητισμός δεν ήταν για εκείνον μυστήριο και μπορούσε να εξηγηθεί με τους νόμους της φυσικής, καθώς πίστευε πως ο άνθρωπος είναι κάτοχος ενός ρευστού που μπορεί να κατευθυνθεί εκούσια και να αυξήσει κατά πολύ τις ιαματικές δυνάμεις της Φύσης. Αλλά ακόμη κι έτσι, ο μαγνητισμός δεν είναι μια πανάκεια, και θα πρέπει να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με τη συμβατική ιατρική. Για τα υγιή άτομα πίστευε ότι δεν χρειάζονταν μαγνητική θεραπεία, επειδή το ρευστό της φυσικής κυκλοφορίας δεν χρειαζόταν επιπλέον ενδυνάμωση. Επιθυμούσε κυρίως να δει το μαγνητισμό να εφαρμόζεται στην οικογένεια, σαν ένα σύστημα οικογενειακής αγωγής και, εκτός από το/τη σύζυγο, να εφαρμόζεται και σε άτομα του ίδιου φύλου.

Έδινε έμφαση στην ιδιαίτερη αξία του μαγνητισμένου νερού ως μέσο θεραπείας, και διοχέτευε μαγνητισμό στο νερό με τα χέρια, περνώντας τις άκρες των δαχτύλων του από το πάνω μέχρι το κάτω μέρος του δοχείου που το περιείχε, με τη δράση της θέλησης να παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Μαγνήτιζε το νερό ακόμα και με την ανάσα, εκπνέοντας μέσα στο δοχείο ή και με τον αντίχειρα, ανακατεύοντάς το. Αντιλήφθηκε, ακόμη, ότι μπορούν να μαγνητιστούν διαφορετικά αντικείμενα και να επιφέρουν μαγνητικά αποτελέσματα σε εκείνους που έχουν ψυχοσυναισθηματική επαφή με αυτά· λινά ή βαμβακερά μαντήλια, φύλλα δέντρων, καθώς και γυάλινες, χρυσές ή ατσάλινες πλάκες, που τοποθετούνταν πάνω στο προβληματικό σημείο καταπραΰνοντας τα δυσάρεστα συμπτώματα.

Η ομαδική θεραπεία, μέσω μιας αλυσίδας ανθρώπων, ήταν κατά την άποψή του ιδιαίτερα αποτελεσματική, με την προϋπόθεση όλα τα άτομα που συμμετείχαν να είναι υγιή, να συνδέονται μεταξύ τους συναισθηματικά, να ενδιαφέρονται για τον ασθενή, να μην προσπαθούν να προβάλλουν τις δικές τους ιδέες· όλοι, δηλαδή, να συμμερίζονται την ίδια άποψη στον ίδιο χώρο. Συνιστούσε, μάλιστα, η αλυσίδα να σχηματίζει κύκλο, συμπεριλαμβανομένου και του ασθενούς, με τους συμμετέχοντες να κρατούν ο ένας τον αντίχειρα του άλλου, ενώ ο συντονιστής αποτελούσε μέρος του κύκλου.



Ο Βαρώνος ντι Ποτέ
ντε Σενεβουά

Ένας από τους πλέον πετυχημένους διαδόχους των τριών πρωτοπόρων Μέσμερ, ντε Πουϊσεγκίρ και Ντελέζ ήταν ο Ζιλ-Ντενί (Jules Denis), ή Βαρώνος ντι Ποτέ ντε Σενεβουά (Baron du Potet de Sennevoy, 1796-1881), περισσότερο γνωστός ως ντι Ποτέ. Είχε ένα εξαιρετικό ταλέντο μαγνητιστή, διαθέτοντας ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ιατρικής διαίσθησης, ένα ένστικτο για διάγνωση και πρόγνωση που έμοιαζε να υπερέχει της λογικής. Άσκησε την ιατρική και δίδαξε με αποστολικό ζήλο, όντας μερικές φορές μυστικιστής. Πάντοτε ενθουσιώδης, πειστικός και με ιδιαίτερα ποιητικό στυλ, επιτέθηκε έντονα σε ιερωμένους και γιατρούς -όχι πάντα χωρίς σοβαρό λόγο. Επόμενο ήταν η Εκκλησία της Ρώμης να τον κατηγορήσει για μαγγανεία και δαιμονολατρεία, και οι ακαδημαϊκοί της Ευρώπης για τσαρλατανισμό.

Πίστευε ότι ο μαγνητισμός ήταν ανέκαθεν μια παρεξηγημένη φυσική αλήθεια, που τώρα θα έπρεπε να αναγνωριστεί προς όφελος όλων των πασχόντων. Παρόλο που παραδεχόταν ότι δεν είναι πανάκεια, επέμενε ότι μπορούσε να θεραπεύει πολλές ασθένειες, κυρίως σε περιπτώσεις αποτυχίας των συμβατικών φαρμάκων. Ήταν, λοιπόν, ένα φάρμακο του μέλλοντος κι ένα από τα ισχυρότερα θεραπευτικά μέσα που μπορεί να δώσει η φύση. Εκτός από διάφορες πραγματείες και μονογραφίες, έγραψε ένα μεγάλο έργο σχετικά με τη μαγνητική θεραπεία και 20 τόμους μιας έκδοσης με τίτλο «Περιοδικό του Μαγνητισμού» (Journal of Magnetism).

Ξεκίνησε αρκετά θεαματικά την καριέρα του ως μαγνητιστής το 1820. Φοιτητής τότε, ανέλαβε με επιτυχία την περίπτωση μιας νέας γυναίκας που είχε εξαντληθεί από διαρκείς εμετούς, τους οποίους τίποτε δεν μπορούσε να κατευνάσει. Μάρτυρας υπήρξε ο Δρ Χουσόν (Husson), υπεύθυνος του νοσοκομείου Οτέλ-Ντιε, του οποίου οι γιατροί όχι μόνον απέρριπταν τις ιαματικές δυνατότητες του ζωικού μαγνητισμού, αλλά αμφισβητούσαν ακόμα και την ύπαρξή τους.

Όπως οι Ντελέζ και ντε Πουϊσεγκίρ, πίστευε ότι τα μαγνητικά αποτελέσματα προκαλούνται από δύο παράγοντες, έναν υλικό και ένα νοητικό. Ωστόσο οι μαγνητιστές δεν μπόρεσαν ποτέ να συμφωνήσουν αναφορικά με το ποιος από τους δύο είναι ο πιο σημαντικός. Οι περισσότεροι υποστήριζαν την ύπαρξη μιας υλικής δραστηριότητας, που μεταδίδεται από άτομο σε άτομο μέσω μιας αόρατης ρευστής ουσίας που υπάρχει στο ανθρώπινο σώμα, και η οποία υπακούει στα κελεύσματα της θέλησης. Άλλοι απέρριπταν την ύπαρξη αυτού του ρευστού και πίστευαν πως όλα τα αποτελέσματα οφείλονται στη νοητική δραστηριότητα.

Ο ντι Ποτέ συνδύαζε τις δύο απόψεις, λέγοντας ότι τα πιο συνηθισμένα φαινόμενα οφείλονται στη μεταβίβαση του μαγνητικού ρευστού, ενώ φαινόμενα μιας ανώτερης τάξης λαμβάνουν χώρα σε διαυγή υπνοβατική κατάσταση, η οποία μπορεί να προκληθεί μέσω νοητικής δραστηριότητας. Στην αρχή της καριέρας του έκλινε προς την υλική εξήγηση, αργότερα όμως εστίασε στη λειτουργία του νου. Μάλιστα υποστήριξε ένθερμα την αξία της υπνοβατικής κατάστασης και των δυνατοτήτων που μπορούσαν να αναπτυχθούν κατά τη διάρκειά της.

Για τον ντι Ποτέ κύριος παράγοντας για τη διοχέτευση μαγνητισμού στον ασθενή ήταν η θέληση, ενώ οι λεπτομέρειες των φυσικών χειρονομιών παίζουν μικρό ρόλο. Κατά τη γνώμη του, ακόμη και τα διάφορα είδη μασάζ ήταν μια παρηκμασμένη εκδοχή του μαγνητισμού. Ο ίδιος μαγνήτιζε τους ασθενείς του ατομικά, αλλά σε περιπτώσεις ομαδικών θεραπειών δεν τους παρέτασσε σε κυκλική αλυσίδα, όπως οι Μέσμερ και Ντελέζ, αλλά τους έβαζε να κάθονται ο ένας πίσω από τον άλλο. Χρησιμοποιούσε επίσης μαγνητισμένο νερό, χωρίς ωστόσο να του αποδίδει ιδιαίτερη αξία. Για να το μαγνητίσει κρατούσε το δοχείο με το νερό ανάμεσα στα χέρια του και συγκέντρωνε τη σκέψη του σε αυτό.

Μια άλλη μεγάλη μορφή του μαγνητισμού του 19ου αιώνα ήταν ο Σαρλ Λαφοντέν (Charles Lafontaine, 1803-1892), ο οποίος αφού μελέτησε το έργο των Ντελέζ και ντε Πουϊσεγκίρ αφιερώθηκε στην πρακτική εφαρμογή του. Χάρη στα ταξίδια του σε Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία και Ελβετία, όπου έκανε ανοιχτές παρουσιάσεις και θεράπευε άρρωστους, ο Λαφοντέν έκανε το ζωικό μαγνητισμό ευρύτατα γνωστό. Μάλιστα στην Αγγλία είχε γνωρίσει τον Μπρέιντ (Braid), το θεμελιωτή του σύγχρονου υπνωτισμού, ενώ στην Ιταλία είχε μια συνάντηση με τον Πάπα Πίο XI, ο οποίος τον βοήθησε και τον ενθάρρυνε στο έργο του.

Ο Λαφοντέν ήταν απόλυτα βέβαιος για την εκπομπή του μαγνητικού ρευστού, το οποίο θεωρούσε ως φυσικό παράγοντα, πολύ συγγενικό με τον κοινό μαγνητισμό. Ο ίδιος απείχε από υπερφυσικές θεωρίες και επιδίωκε να παρουσιάζει και να διαδίδει το μαγνητισμό με εμπειρικό τρόπο. Πίστευε ότι η θέληση παίζει σημαντικό ρόλο και βοηθάει το μαγνητιστή να γίνετε ικανότερος. Απέδιδε μεγάλη σημασία στην υπνοβατική κατάσταση, την οποία περιέγραφε ως ένα ιδιόμορφο τρόπο συνειδητότητας, που δεν είναι ούτε κατάσταση εγρήγορσης, ούτε ύπνος ή ονειρική κατάσταση. Στην κατάσταση αυτή ο υπνοβάτης απολαμβάνει μια πληρότητα δυνατοτήτων, όπου η διάνοιά του είναι ευρύτερη και η αντιληπτική του ικανότητα πιο λεπτή. Μπορεί να εμφανίσει μάλιστα ικανότητες που δεν εκδηλώνονται στην καθημερινή ζωή, όπως να βλέπει από μακριά χωρίς τη βοήθεια των ματιών του, να προβλέπει γεγονότα, να γνωρίζει κρυμμένα πράγματα και να διαθέτει ένστικτο για την επιλογή και χορήγηση φαρμάκων. Η τελευταία ιδιότητα μπορεί να βοηθήσει κατά πολύ και το μαγνητιστή παρέχοντάς του κατευθύνσεις σε ορισμένες περίπλοκες περιπτώσεις. Είναι απαραίτητο όμως να παρέχεται στον υπνοβάτη ελευθερία στην αντίληψη των πραγμάτων. Είναι θεμιτό να καθοδηγείται διακριτικά, χωρίς απαιτήσεις που υπερβαίνουν τη δεκτικότητά του και ενέχουν τον κίνδυνο πρόκλησης μεγάλης έντασης και απώλειας των ιδιαιτεροτήτων του.

Γενικά οι θεωρίες του Λαφοντέν ήταν εντυπωσιακά απλές, και με βάση μόνο τους φυσικούς νόμους. Δήλωνε δημόσια ότι η θέληση του μαγνητιστή δεν επιβάλλεται πάνω στον ασθενή και ότι οι φόβοι σχετικά με την κατάχρηση δύναμης -όπου μέσω της υπνοβατικής κατάστασης ο μεσμεριστής θα μπορούσε να υποτάσσει τον ασθενή στις εντολές του– είναι αβάσιμοι. Ωστόσο, ένας από τους κριτές του ο Έκτορ Ντουρβίλ (Hector Durville), που το 1893 ίδρυσε στο Παρίσι μια σύγχρονη σχολή μαγνητισμού, επέμενε ότι οι σκέψεις και τα συναισθήματα του μαγνητιστή μεταδίδονται πολύ εύκολα στον ασθενή, ανεξάρτητα από το αν αυτό το κάνει σκόπιμα και συνειδητά ή όχι. Ο Έκτορ Ντουρβίλ και ο γιος του Ανρί, υπήρξαν σημαντικότατοι δάσκαλοι και γιατροί, χάρη στους οποίους ο ζωικός μαγνητισμός συνέχισε να εφαρμόζεται στη Γαλλία.

Υπέρμαχος του μαγνητισμού, όπως τον δίδασκε ο Παράκελσος και ο Βαν Χέλμοντ, υπήρξε και ο Ισαάκ Νεύτων. Το δόγμα του περί συμπαντικού χώρου και έλξης είναι καθαρά θεωρία του μαγνητισμού. Ο ίδιος βάσισε όλες τις θεωρίες του στην «ψυχή του κόσμου», το μεγάλο καθολικό μαγνητικό παράγοντα που ονόμαζε «θείο αισθητήριο». Κατά το Νεύτωνα, «το ζητούμενο εδώ είναι ένα πολύ λεπτό πνεύμα που διαπερνά τα πάντα, ακόμη και τα σκληρότερα σώματα, το οποίο είναι κρυμμένο στην ουσία τους. Λόγω της ισχύος και δραστηριότητας αυτού του πνεύματος τα σώματα έλκονται μεταξύ τους. Μέσω αυτού τα ηλεκτρικά σώματα είναι δυνατό να λειτουργούν από πολύ μακρινές αποστάσεις, έλκοντας και απωθώντας. Μέσω αυτού, επίσης, διέρχεται το φως, διαθλάται, αντανακλάται και θερμαίνει τα σώματα. Τούτο το πνεύμα διεγείρει όλες τις αισθήσεις και μέσω αυτού κινούνται οι ζωικοί οργανισμοί. Όλα αυτά, όμως, δεν είναι δυνατόν να εξηγηθούν με λίγα λόγια και δεν έχουμε ακόμη αρκετή εμπειρία για να ορίσουμε λεπτομερώς τους νόμους με τους οποίους λειτουργεί το συμπαντικό πνεύμα».

Αλλά και ο πρώτος συνεργάτης της Ε. Π. Μπλαβάτσκι, αμερικανός συνταγματάρχης Χένρυ Στήηλ Όλκοτ (X. S. Olkot, 1832-1907), λέγεται ότι υπήρξε ικανός μαγνητικός θεραπευτής για πάνω από 30 έτη και δεχόταν εκατοντάδες ασθενών κατά τη διάρκεια ταξιδιών του με το τρένο στην Ινδία. Αξιοσημείωτο, βέβαια, είναι και το ενδιαφέρον που υπήρξε για το ζωικό μαγνητισμό στην Αγγλία. Εκεί πολλοί γιατροί χρησιμοποιούσαν τις τεχνικές του Mέσμερ σε χειρουργικές επεμβάσεις, όπου οι μαγνητισμένοι ασθενείς, ή «υπνοβάτες» όπως αποκαλούνταν, δεν ένιωθαν καθόλου πόνο κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Σημαντικές αναφορές υπήρξαν στο περιοδικό της εποχής «Zoist». Αξίζει, μάλιστα, να αναφέρουμε διακεκριμένος γιατρούς όπως ο Τζον ΄Ελιοτσον (John Elliotson 1791-1868), που έφτασε στο σημείο να χάσει τη θέση του ασχολούμενος με το ζωικό μαγνητισμό, ή ο Τζέιμς Εσντέιλ (James Esdaile, 1808-1859), που περιέγραψε τη χρήση του σε πολυάριθμες χειρουργικές επεμβάσεις. Όμως, την ίδια περίπου εποχή άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα χημικά αναισθητικά και έτσι αυτή η ιδιότητα του μεσμερισμού σύντομα ξεχάστηκε.

Τελικά, ο ζωικός μαγνητισμός πέρα από οποιαδήποτε απόρριψη εξαπλώθηκε ευρύτατα με θαυμαστές επιτυχίες, μέσα σε θεραπευτικές κλινικές και ναούς. Γνώρισε μεγάλη άνθιση κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα που ακολούθησε, ενώ παρείχε διαχρονικά στον άνθρωπο γνώση και εργαλεία για την ανακάλυψη των βαθύτερων δυνάμεων που κρύβει μέσα του. Πρόκειται για δυνάμεις που προέρχονται από το Μακρόκοσμο, με τον οποίο ο άνθρωπος είναι άρρηκτα συνδεμένος. Έστω, λοιπόν, και αν τις περισσότερες φορές το αγνοούμε, είμαστε αγωγοί μαγνητικών δυνάμεων που, όπως διαπιστώνεται από τη μακραίωνη παράδοσή μας, μπορούμε να χρησιμοποιούμε για ευεργετικούς σκοπούς, θεραπεύοντας τον εαυτό μας, το περιβάλλον μας, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία που νοσεί μέσα στα σύγχρονα προβλήματά της. Η διοχέτευση τέτοιων ρευμάτων αποκαθιστά τη διαταραγμένη αρμονία, αρκεί εκείνοι που τα διοχετεύουν να χαρακτηρίζονται από τις ανώτερες ποιότητες και τα κίνητρα που μας επισημαίνουν οι μεσμεριστές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου